σκαφίς

σκαφίς
-ίδος, ἡ, Α
1. μικρή σκάφη, σκαφίδι
2. μικρό πλοίο, βαρκάκι
3. μικρό σκεύος, λεκάνη ή κάδος
4. μικρό δοχείο που μνημονευόταν μεταξύ τών σκευών τού σιτοποιού, τού μυλωνά
5. σκεύος για ποτό ή για μέτρημα
6. είδος μαγειρικού σκεύους
7. αγγείο για μέλι
8. πιθ. καλάθι για τη μεταφορά χώματος
9. σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- τού σκάπτω + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος. Ο τ. λειτουργεί ως υποκορ. και τής λ. σκάφη και τής λ. σκάφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκαφίς — bowl fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Скафис — (σκαφίς, σκάφη) одна из древнейших конструкций солнечных часов (см.). Над каменной или медной чашкой (пустым полушарием) подвешивался шарик, тень которого скользила по внутренней поверхности чашки. Здесь нанесены были деления, указывавшие время… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σκαφίδα — σκαφίς bowl fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφίδας — σκαφίς bowl fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφίδες — σκαφίς bowl fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφίδεσσι — σκαφίς bowl fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφίδι — σκαφίς bowl fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφίδος — σκαφίς bowl fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφίδων — σκαφίς bowl fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφίσι — σκαφίς bowl fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”